τζάγκρα

τζάγκρα
η, Ν
βλ. τσάγκρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσάγκρα — και τσάγγρα και τζάγκρα και τζάγγρα, η, ΝΜ (στον τ. τζάγγρα) (στο Βυζ.) τόξο το οποίο είχε στο μέσον σωλήνα για την τοποθέτηση τού βέλους πριν την εκτόξευσή του και είχε εισαχθεί στο Βυζάντιο από τη Δύση, κατά τον 12ο αιώνα, υπό την επίδραση τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”